υποσιτίζομαι

υποσιτίζομαι
υποσιτίζομαι, υποσιτίστηκα, υποσιτισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακοτρώ(γ)ω — τρώγω κακώς, ανεπαρκώς, υποσιτίζομαι, τρώγω τροφές όχι ιδιαίτερα θρεπτικές ή εύπεπτες …   Dictionary of Greek

  • υποσιτίζω — Ν [σιτίζω] 1. χορηγώ λιγότερη από την απαιτούμενη τροφή 2. μέσ. υποσιτίζομαι λαμβάνω λιγότερη από την απαιτούμενη για τον οργανισμό μου τροφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”